φυρσόστομος

φυρσόστομος
-ον, Μ
(εμπαικτικό παρωνύμιο) βρομόστομος..(«φυρσόστομον τὸν Ἅγιον Ἰωάννην τὸν Χρυσόστομον ἀτιμάζουσιν οἱ παμμίαροι Βογομίλοι», Ζιγαβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύρσις «ανάμιξη» + -στομος (< στόμα), πρβλ. ἀθυρό-στομος. Για τη σημ. τού τ. πρβλ. τη σημ. τού φύρομαι «κακολογώ, βρίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”